- κεκραξιδάμας
- κεκραξῐδάμας [δᾰ], αντος, ὁ, ([etym.] κέκραγα, δαμάω) coined by Ar.V.596 (by analogy to Ἀλκιδάμας) as epith. of Cleon,A he who conquers all in bawling.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκραξιδάμας — κεκραξιδάμας, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Κλέωνος) αυτός που καταβάλλει κραυγάζοντας, που κατασιγάζει με φωνές, φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκραξι (< κεκραγ , αναδιπλασιασμένο θ. τού κράζω, πρβλ. παρακμ. κέκραγ α) + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω,… … Dictionary of Greek
κεκραξιδάμας — κεκραξιδάμᾱς , κεκραξιδάμας he who conquers all in bawling. masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)